παιδιακά
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
παιδιακά
[peðʝaˈka]
Ανακ.
Από το μεσν. επίθ. παιδιακός = παιδικός με ουσιαστ. του ουδ. πληθ.
Σπασμοί
:
Πιάσαν το τα παιδιακά
(Το έπιασαν σπασμοί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.