ντυσυνγκέ
(ουσ. ουδ.)
ντϋσ̑ϋνgέ
[dyʃynˈɟe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. düşünce = α) σκέψη, ιδέα β) στοχασμός, συλλογισμός.
Σκέψη, περισυλλογή
Αξ.
:
Πέφτ' στο ντϋσ̑ϋνgέ, τίχαλα να το περνάσω
(Πέφτει σε περισυλλογή, πώς να το περάσω, ενν. το ποτάμι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ανανούς