ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντυσυνγκέ (ουσ. ουδ.) ντϋσ̑ϋνgέ [dyʃynˈɟe] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. düşünce = α) σκέψη, ιδέα β) στοχασμός, συλλογισμός.
Σκέψη, περισυλλογή Αξ. : Πέφτ' στο ντϋσ̑ϋνgέ, τίχαλα να το περνάσω (Πέφτει σε περισυλλογή, πώς να το περάσω, ενν. το ποτάμι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ανανούς