ολημερινό
(επίθ.)
ολομερ'νό
[olomerˈno]
Τζαλ.
ολημερ'νά
[olimerˈna]
Σίλ.
Από τα μεσν. επίρρ. ὁλημερ'νόν ή ὁλημερ'νά, τα οπ. από το ουδ. του μεσν. επίθ. ὁλημερινός = ολοήμερος.
Ολημερίς
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ολομερ'νό το χτίζανε, όλο βράδυ χαλούτανε
(Ολημερίς το χτίζανε, κάθε βράδυ χαλούσε)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών.
ολημεριώς