ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολημερινό (επίθ.) ολομερ'νό [olomerˈno] Τζαλ. ολημερ'νά [olimerˈna] Σίλ. Από τα μεσν. επίρρ. ὁλημερ'νόν ή ὁλημερ'νά, τα οπ. από το ουδ. του μεσν. επίθ. ὁλημερινός = ολοήμερος.
Ολημερίς ό.π.τ. : || Ασμ. Ολομερ'νό το χτίζανε, όλο βράδυ χαλούτανε (Ολημερίς το χτίζανε, κάθε βράδυ χαλούσε) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. ολημεριώς