ολντυρντώ
(ρ.)
Υποτ.
ο̈λντϋρντίσω
[øldyrˈdiso]
Τελμ.
Από το τουρκ. ρ. öldürmek = α) σκοτώνω, δολοφονώ β) εκτελώ, θανατώνω γ) αφανίζω, ξεπαστρεύω.