ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολντυρντώ (ρ.) Υποτ. ο̈λντϋρντίσω [øldyrˈdiso] Τελμ. Από το τουρκ. ρ. öldürmek = α) σκοτώνω, δολοφονώ β) εκτελώ, θανατώνω γ) αφανίζω, ξεπαστρεύω.
Σκοτώνω : Εσένα σαλντούν σε σα τεχλικαλι̂́δια σα τόπους, να σε öλντϋρντίσουν (Εσένα σε στέλνουν στους επικίνδυνους τόπους, για να σε σκοτώσουν) Τελμ. -Dawk. Συνών. γκεμπερτώ, κρούω, σκοτώνω