οκρά
(ουσ. ουδ.)
οκρά
[oˈkra]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. okra = είδος παρασιτικού σκουληκιού που ζει κάτω από το δέρμα βοοειδών και αιγοπροβάτων, Υπόδερμα βοός (Tietze 2019, λ. okra).
Παρασιτικό σκουλήκι των προβάτων