ομορφάδα
(ουσ. θηλ.)
ομορφάδα
[omor'faða]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. ἔμορφάδα/ ὄμορφάδα.
Ομορφιά
Συνών.
γιαχίσι :1, γκεντσιλίκι :2, γκιουζελίκι, κελεσλίκι, ομορφιά