φασλάκ
φασ̑λάκ
[faʃˈlak]
Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. faslak = ψημένα κολοκύθια με τη φλούδα τους (THADS, λ. faslak VII)
Πνευμόνι που ψήνεται στη φωτιά