ουπερτίζω
(ρ.)
ουπερτίζω
[uper'tizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. ürpermek = α) ανατριχιάζω β) τρέμω.
Ανατριχιάζω
Συνών.
συντρομάζω