ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεράι (ουσ. ουδ.) σαράι [saˈrai] Φάρασ. Γεν. Εν. σεραγιού [seraˈʝu] Αραβαν. Πληθ. σεράγια [seˈraʝa] Αραβαν. σεράια [seˈraia] Σίλατ., Σινασσ., Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. σαράγιον/σεράγιον όπου και μεσν. τύπ. σαράι, και νεότ. τύπ. σεράγι/σεράι, το οπ. από το τουρκ. saray όπου και διαλεκτ. τύπ. seray.
Σεράι, παλάτι ό.π.τ. : Σό 'μέτερο τό σεράεχ' (το παλάτι μας) Τελμ. -Αναστασ. Παίρουν ντο και παίν’νε στο σεράγ’ (την παίρνουν και πηγαίνουν στο παλάτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αψάτσικα απ’ το ντεν̑ίζ έβγαλαν ντο με ντο φσ̑άι τ’ 'ντάμα, πάασαν ντο ντο σεράι (γρήγορα από την θάλασσα την έβγαλαν μαζί με το παιδί και την πήγαν στο παλάτι) Ουλαγ. -Κεσ. Να ήρτις οπ’ του σεράι μ’ οπ’ κάτου (ας ερχόσουν κάτω από το παλάτι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ν’ ανεβείς απάνω πατισ̑αχιού το σεράι και να πεις σο πατισ̑άχο να με ντώκ’ το κορίτσ̑ι τ’ (να ανέβεις πάνω στο παλάτι του βασιλιά και να πεις στον βασιλιά να μου δώσει το κορίτσι του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ηύρι τα σεράϊα, κιατ του είπι χιζΰρης (βρήκε τα παλάτια που του είχε πει ο χιζίρης (= ο ἀγιος του Ισλάμ)) Σίλατ. -Dawk. Παρακάλτσεν τα να δα̈βεί, άμα βγκει ση στράτα, σο σαράιν 'πομbρό (Τον παρακάλεσε να περάσει, όταν θα βγει στον δρόμο του, μπροστά από το σεράι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ποίκαν αντί σεράια σπίτα, παραδόθαν (Έφτιαξαν σπίτια σαν παλάτια, παντρεύτηκαν) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Φρ. Σεραγιού τα νουμάτε (οι άνθρωποι του παλατιού˙ οι αυλικοί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κονάκι