σταβάρι
(ουσ. ουδ.)
σταβάρι
[staˈvari]
Φάρασ.
Από το μεσν. σταβάριον, το οπ. από μεσν. ἱστοβοάριον (πβ. Ευστ. Παρ. Ἰλ. 2.239.2 «οἵ φασιν αὐτὸν σταβάριον ὡς οἷον ἱστοβοάριον»), το οπ. από αρχ. ἱστοβοεύς και το παραγωγ. επίθμ. -άριον.
Σταβάρι, το μακρύ ξύλο του αρότρου που συνδέει τον ζυγό με το υνί
Φάρασ.