ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φοβα̈́ς (ουσ. αρσ.) φοβα̈́ς [foˈvæs] Φάρασ. φοβές [foˈves] Φάρασ. Πληθ. φοβα̈́δες [foˈvæðes] Φάρασ. Πληθ. φοβέοι [foˈvei] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. φόβος και παραγωγ. επίθμ. -έας με συνίζ. [eas] >[ʝas]. Ο τύπ. φοβές με αποβολή του [a] από το παραγωγ. επίθμ. -έας. Πβ. ποντ. φοβέας (Ανδριώτης 1948: 88).
Δειλός Φάρασ. : Ήτουνε φοβα̈́ς (Ήταν δειλός) Φάρασ. -Dawk. Φοβούτουν τζ̑αι τζ̑είνος ανdί παραμυθού φοβές (Φοβόταν κι εκείνος σαν τον φοβιτσιάρη του παραμυθιού) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Ο φοβα̈́ς τα βόρατα μο τα τσ̑αλούδε θωρεί τα ισάνε σα 'φτάλμε του (Ο φοβητσιάρης τα κυπαρίσσια με τα κλαδιά τα βλέπει ανθρώπους στα μάτια του˙ Ο δειλός φοβάται με το παραμικρό που θα του συμβεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.