ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαμπουκλού (ουσ. θηλ.) μπαμbουκλού [bambuˈklu] Μισθ., Τσαρικ. βαμβακούλα [vamvaˈkula] Σινασσ. Aπό το τουρκ. επίθ. pamuklu = α) βαμβακερός β) επενδυμένος με βαμβάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. pambuklu.
Γυναικείο γιλέκο (φοριόταν πάνω από το ιμάτι και κάτω από το αντερί) με επένδυση βαμβακιού για θερμομόνωση