μπαμπουκλού
(ουσ. θηλ.)
μπαμbουκλού
[bambuˈklu]
Μισθ., Τσαρικ.
βαμβακούλα
[vamvaˈkula]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. επίθ. pamuklu = α) βαμβακερός β) επενδυμένος με βαμβάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. pambuklu.
Γυναικείο γιλέκο (φοριόταν πάνω από το ιμάτι και κάτω από το αντερί) με επένδυση βαμβακιού για θερμομόνωση