ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπάμπουλας (ουσ. αρσ.) μπάbουλας [ˈbabulas] Τροχ. Από το μεσν. ουσ. μπαμπούλας, λ. νηπιακή.
Φανταστικό ον με το οποίο φοβέριζαν τα παιδιά : Φοβόριζαν μας: «Αν δε φας το φαΐ, να έρτ’ μπάbουλας να σε πάρ’ να πάει» (Μας φοβέριζαν: "Αν δεν φας το φαγητό σου, θα έρθει ο μπαμπούλας να σε πάρει") Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. σιρτλάγκος :3, χούχος