ντογιουτιρτίζω
(ρ.)
ντογιουτϋρτίζω
[doʝutyrˈtizo]
Μαλακ.
ντογιτΰρσα
[doʝiˈtyrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. dövündürmek = κάνω κάποιον να μαλώσει (Redhouse).
Παρακινώ κάποιον να μαλώσει ή να δείρει