ντογραμά
(ουσ. ουδ.)
ντογραμά
[doɣraˈma]
Σινασσ.
Αρσ.
τογραμάς
[toɣraˈmas]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρηματ. ουσ. doğrama = κομμάτιασμα. Πβ. ποντ. τογραμά.
1. Κομμάτιασμα, λιάνισμα
Φάρασ.
2. Πελέκημα
Σινασσ.