ντογρούς
(επίθ.)
ντογρούς
[doˈɣrus]
Σίλ.
ντογρού
[doˈɣru]
Μισθ., Σίλ.
ντουγρού
[duˈɣru]
Μισθ.
Θηλ.
ντογρούσα
[doˈɣrusa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. doğru = α) ίσιος, ευθύς β) σωστός γ) τίμιος. Πβ. το επίρρ. ντουγρού της Κοινής ΝΕ. Το θηλ. ντογρούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο ντογρούς. Πβ. ποντ. τογρής.
1. Ίσιος, ευθύς
Σίλ.
:
Οπ' ντογρούσα τσ̑η στράτα μη σ̑ασ̑ίεις
(μη σαστίσεις με τον δρόμο που οδηγεί ευθεία)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
ίσιος, ορθός, ορθούτσικος
3. Ως επίρρ., ευθεία, κατευθείαν
ό.π.τ.
:
'ντετσ̑ά ντογρού να πας
(εκεί ευθεία να πας )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κόρη παγαίν-νει ντογρού σταχτηνdζ̑ή 'ς του σπίτσ̑ι
(η κόρη πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι αυτού που πουλούσε στάχτη)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
ίσια, ορθά, ορθούτσικα