ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντογρούς (επίθ.) ντογρούς [doˈɣrus] Σίλ. ντογρού [doˈɣru] Μισθ., Σίλ. ντουγρού [duˈɣru] Μισθ. Θηλ. ντογρούσα [doˈɣrusa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. doğru = α) ίσιος, ευθύς β) σωστός γ) τίμιος. Πβ. το επίρρ. ντουγρού της Κοινής ΝΕ. Το θηλ. ντογρούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο ντογρούς. Πβ. ποντ. τογρής.
1. Ίσιος, ευθύς Σίλ. : Οπ' ντογρούσα τσ̑η στράτα μη σ̑ασ̑ίεις (μη σαστίσεις με τον δρόμο που οδηγεί ευθεία) Σίλ. -Dawk. Συνών. ίσιος, ορθός, ορθούτσικος
2. Ως επίρρ., ίσια ό.π.τ. : Ντογρού τα σέκ' (Βάλε τα ίσια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. οξορτά, ορθούτσικα
3. Ως επίρρ., ευθεία, κατευθείαν ό.π.τ. : 'ντετσ̑ά ντογρού να πας (εκεί ευθεία να πας ) Μισθ. -Κοτσαν. Κόρη παγαίν-νει ντογρού σταχτηνdζ̑ή 'ς του σπίτσ̑ι (η κόρη πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι αυτού που πουλούσε στάχτη) Σίλ. -Dawk. Συνών. ίσια, ορθά, ορθούτσικα