καθησυχάζω
(ρ.)
κατησυχάζου
[katiˈsixazu]
Φάρασ.
Μεταγν. ρ. καθησυχάζω.
Καθησυχάζω
Συνών.
ημερώνω
Τροποποιήθηκε: 10/12/2024