ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δοντάκι (ουσ. ουδ.) δονdάκι [ðonˈdaci] Σινασσ.
Μόνο σε άσμ., δόντι, δοντάκι : || Ασμ. Σήκω Αγιώρ’ αφέντη μου, και το νερό αφρίζει
και δράκος τα δονdάκια του για μένα τ’ ακονίζει
(Σήκω Άη Γιώργη αφέντη μου, και το νερό αφρίζει
και o δράκος τα δοντάκια του για μένα τ’ ακονίζει)
Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. δονταρόκκο