ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαμούτσι (ουσ. ουδ.) μαμούτσι [maˈmutsi] Φάρασ. Πληθ. μαμούτσ̑ε [maˈmutʃe] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. μαμούδι (Λεξ. Κριαρ.) με αλλαγή υποκορ. επιθμ., πιθ. αναλογ. κατά το μυρμήγκι, όπου και τύπ. μουρμούκι, μουρμούτσ'· πβ. και το κοινό ΝΕ μαμούνι.
Μύγα : || Παροιμ. Ήτου λαΐκ-κον ντο φαΐ, κάτσαν ντα μαμούτσ̑ε έφαγαν ντα, έσ̑εσαν ντα τσ̑όας (Ήταν λίγο το φαγητό, κάτσανε απάνω οι μύγες, το έφαγαν, το έχεσαν κιόλας˙ Όταν μιά εργασία δεν αρχίζει με καλές συνθήκες, γίνεται χειρότερη στην συνέχεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μύγα