μαμούτσι
(ουσ. ουδ.)
μαμούτσι
[maˈmutsi]
Φάρασ.
Πληθ.
μαμούτσ̑ε
[maˈmutʃe]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. μαμούδι (Λεξ. Κριαρ.) με αλλαγή υποκορ. επιθμ., πιθ. αναλογ. κατά το μυρμήγκι, όπου και τύπ. μουρμούκι, μουρμούτσ'· πβ. και το κοινό ΝΕ μαμούνι.
Μύγα
:
|| Παροιμ.
Ήτου λαΐκ-κον ντο φαΐ, κάτσαν ντα μαμούτσ̑ε έφαγαν ντα, έσ̑εσαν ντα τσ̑όας
(Ήταν λίγο το φαγητό, κάτσανε απάνω οι μύγες, το έφαγαν, το έχεσαν κιόλας˙ Όταν μιά εργασία δεν αρχίζει με καλές συνθήκες, γίνεται χειρότερη στην συνέχεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μύγα