ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπετ (ουσ. ουδ.) μπετ [bet] Μαλακ. μπέτια [ˈbetça] Από το τουρκ. beyit (beyti) = στίχος, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. beyt.
Στίχος ό.π.τ. : || Φρ. Κάλαντα τα μπέτια (οι στίχοι των κάλαντων˙ Λόγια του αέρα, λόγια χωρίς ουσία) Μαλακ. -Τζιούτζ.