μπετ
(ουσ. ουδ.)
μπετ
[bet]
Μαλακ.
μπέτια
[ˈbetça]
Από το τουρκ. beyit (beyti) = στίχος, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. beyt.
Στίχος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κάλαντα τα μπέτια
(οι στίχοι των κάλαντων˙ Λόγια του αέρα, λόγια χωρίς ουσία)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.