χαρίλ
(ουσ.)
χαρίλ
[haˈril]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίρρ. harıl harıl = α) συνεχώς β) πυρετωδώς γ) γρήγορα.
Αναδιπλασιαζόμενο ως ουσ., ο θόρυβος από την ορμητική ροή του νερού