ντουσούντημα
(ουσ. ουδ.)
ντουσ̑ούντημα
[duʹʃundima]
Μισθ.
Από το ρ. ντουσουντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Περισυλλογή, προβληματισμός
2. Στεναχώρια
:
Βασιλιάς απ του ντουσ̑ούντημα σου τόπου 'τ ντέ χωρεί
(Ο βασιλιάς από τη στεναχώρια του δεν χωράει στον τόπο του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ