ντυσυντίζω
(ρ.)
ντϋσ̑ϋνdΰζω
[dyʃynˈdyzo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ.
ντϋσ̑ϋνdΰζου
[dyʃynˈdyzu]
Μαλακ.
ντϋσ̑ϋντίζω
[dyʃynˈdizo]
Αφσάρ.
τουσ̑ουνdίζω
[tuʃunˈdizo]
Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ.
ντουσ̑oυνdίζου
[duʃunˈdizu]
Μαλακ., Μισθ.
ντϋσϋνdάγω
[dysyn'daɣo]
Φάρασ.
ντϋσ̑ϋνdώ
[dyʃynˈdo]
Σίλ.
ντουσ̑ουνdώ
[duʃunˈdo]
Σίλ.
τϋσϋνdώ
[tysynˈdo]
Φλογ.
ντϋσϋνdού
[dysyn'du]
Ουλαγ.
τουσ̑ουνdάω
[tuʃunˈdao]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Παρατατ.
ντϋσ̑ΰνdϋζα
[dyˈʃyndyza]
Αραβαν.
ντυσ̑ϋνdΰνισ̑γκα
[dyʃynˈdyniʃga]
Ουλαγ.
ντϋσ̑ϋνdάνκα
[dyʃynˈdanka]
Φάρασ.
Αόρ.
ντουσ̑ΰνdισα
[duˈʃyndisa]
Τελμ.
ντουσ̑ούντ'σα
[duˈʃuntsa]
Μαλακ.
ντισ̑ίντ'σα
[diˈʃintsa]
Τροχ.
Παθ. Μτχ.
ντουσ̑ουνdζ̑ημένους
[duʃundʒiˈmenus]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. düşünmek (< παλ. τουρκ. tüşe-) = α) σκέφτομαι, συλλογίζομαι β) είμαι σκεφτικός, συλλογισμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tüşünmek. Πβ. ποντ. τουσ̑ουνεύκομαι = συλλογίζομαι.
1. Σκέφτομαι, συλλογίζομαι
ό.π.τ.
:
Ντουσ̑ουνdίζου τιάλ' να σηκώσου να σπίτ'
(Σκέφτομαι πώς να χτίσω ένα σπίτι )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσαντι̂́σα ντϋσ̑ϋνdΰζ̑' καινίργιο ντιαβολιά
(Η μάγισσα σοφίζεται καινούργια διαβολιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' εγέλφια τ' ντύσ̑ϋνdΰζ̑'νε να το σκοτώσ̑'νε
(Τα αδέλφια της σκέφτονται να τη σκοτώσουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κείνη ντουσ̑ΰνdισ' και ήρτε σ' ακ̇ίλι τ'
(Εκείνη συλλογίστηκε και της ήρθε στο μυαλό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τιλκίς πήγε σ’ ένα μέρος, και εκεί ντϋσ̑ΰντϋζε τσ̑ι τάβρησε
(Η αλεπού πήγε σ' ένα μέρος, και εκεί συλλογιζότανε τι τράβηξε)
Αραβαν.
-Dawk.
'φοdές ντϋσ̑ϋνdάνκε, δώτσ̑εν του ψαρού το φτερό σο νού ντου
(Καθώς συλλογιόταν, του ήρθε στο νου το λέπι του ψαριού)
Φάρασ.
-Dawk.
Πάλε ναίκα με το βασ̑ιλειό τϋσ̑ϋντούνε τι να ποίκ'νε
(Πάλι η γυναίκα με το βασιλιά συσκέπτονται τι να κάνουν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τουσ̑ουνdά αρέ «Πώ να ποίκου, πώ ποίκου ατό τη ’ναίκα»
(Σκέφτεται τώρα «Τι κάνω, τι να κάνω αυτή τη γυναίκα;»)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Παροιμ.
Τ' ακ̇ι̂λ-λι̂́ 'σο να ντϋσ̑ϋντίσ', το τσανό σ̑ἀν' τα ιβουνιά στράτα
(Ο λογικός μέχρι να σκεφτεί, ο τρελός κάνει τα βουνά δρόμο˙ Οι σχολαστικοί αργούν να αποφασίσουν, ενώ οι τολμηροί αποφασίζουν γρήγορα)
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ανανοούμαι, λέγω, μπελεντίζω, χεσαπλαντίζω
2. Eίμαι συλλογισμένος, προβληματισμένος
Ουλαγ., Σίλ.
:
Χίτς̑ να φάγου ψωμί ρεν έχου, να φορώσου ρούχα ρεν έχου. νάχαλα μη ντϋσ̑ϋνdζ̑ήσου;
(Δεν έχω καθόλου ψωμί να φάω, να φορέσω ρούχα δεν έχω, πώς να μην είμαι προβληματισμένος;)
Σίλ.
-Dawk.
Ντυσ̑ϋνdΰνισ̑γκε κάγοτον
(Ήταν διαρκώς συλλογισμένος)
Ουλαγ.
-Dawk.
Όπ' ντϋσ̑ϋνdίνισγκε λάλ'σε: «τι ντϋσ̑ϋνdάς;" «τι να ντϋσ̑ϋνdΰσω; ισ̑ύ ένα σ̑έ' ντεμ bορείς να πκείς"
(Εκεί που συλλογιότανε, του είπε "τι συλλογιέσαι;" «Τι να συλλογιστώ; εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα»)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έβγκην σα ρουσ̑ία, ηύρινι 'α μαγαράς· κάτσινι 'πέσου του, ντύσ̑ϋνdίσ̑κινι
(Βγήκε στα βουνά, βρήκε μιά σπηλιά· έκατσε μέσα, συλλογιζόταν)
Αφσάρ.
-Dawk.
β.
H παθ. μτχ., συλλογισμένος, προβληματισμένος
Σίλ.