ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουσουντίζω (ρ.) ντϋσ̑ϋνdΰζω [dyʃynˈdyzo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ. ντϋσ̑ϋνdΰζου [dyʃynˈdyzu] Μαλακ. ντϋσ̑ϋντίζω [dyʃynˈdizo] Αφσάρ. τουσ̑ουνdίζω [tuʃunˈdizo] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ. ντουσ̑oυνdίζου [duʃunˈdizu] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. ντϋσϋνdάγω [dysyn'daɣo] Φάρασ. ντϋσ̑ϋνdώ [dyʃynˈdo] Σίλ. ντουσ̑ουνdώ [duʃunˈdo] Σίλ. τϋσϋνdώ [tysynˈdo] Φλογ. ντϋσϋνdού [dysyn'du] Ουλαγ. τουσ̑ουνdάω [tuʃunˈdao] Τσουχούρ., Φάρασ. Παρατατ. ντϋσ̑ΰνdϋζα [dyˈʃyndyza] Αραβαν. ντυσ̑ϋνdΰνισ̑γκα [dyʃynˈdyniʃga] Ουλαγ. ντϋσ̑ϋνdάνκα [dyʃynˈdanka] Φάρασ. Αόρ. ντουσ̑ΰνdισα [duˈʃyndisa] Τελμ. ντουσ̑ούντ'σα [duˈʃuntsa] Μαλακ. ντισ̑ίντ'σα [diˈʃintsa] Τροχ. Παθ. Μτχ. ντουσ̑ουντζ̑ημένους [duʃundʒiˈmenus] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. düşünmek = α) σκέφτομαι, συλλογίζομαι β) είμαι σκεφτικός, συλλογισμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tüşünmek. Πβ. ποντ. τουσ̑ουνεύκομαι = συλλογίζομαι.
1. Σκέφτομαι, συλλογίζομαι ό.π.τ. : Τσαντι̂́σα ντϋσ̑ϋνdΰζ̑' καινίργιο ντιαβολιά (Η μάγισσα σοφίζεται καινούργια διαβολιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' εγέλφια τ' ντύσ̑ϋνdΰζ̑'νε να το σκοτώσ̑'νε (Τα αδέλφια της σκέφτονται να τη σκοτώσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντουσ̑ουνdίζου τίαλ’ να σηκώσου 'να σπίτ' (Σκέφτομαι πώς να χτίσω ένα σπίτι ) Μισθ. -Κοτσαν. Κείνη ντουσ̑ΰνdισ' και ήρτε σ' ακ̇ίλι τ' (Εκείνη συλλογίστηκε και της ήρθε στο μυαλό) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τιλκίς πήγε σ’ ένα μέρος, και εκεί ντϋσ̑ΰντϋζε τσ̑ι ταύρησε (Η αλεπού πήγε σ' ένα μέρος, και εκεί συλλογιζότανε τι τράβηξε) Αραβαν. -Dawk. 'φοdές ντϋσ̑ϋνdάνκε, δώτσ̑εν του ψαρού το φτερό σο νού ντου (Καθώς συλλογιόταν, του ήρθε στο νου το λέπι του ψαριού) Φάρασ. -Dawk. Αρμαγάνης, τι να ποίκ' τϋσ̑ϋντέ λίγο (Ο Αρμαγάνης σκέφτεται λίγο τι να κάνει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πάλε ναίκα με το βασ̑ιλιό τϋσ̑ϋντούνε τι να ποίκ'νε (Πάλι η γυναίκα με το βασιλιά συσκέπτονται τι να κάνουν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντουσούντσι, ντουσούντσι, πήι στ’ άλλου τ’ ναίκα· εκείνου, τι φοάσι λε, ταύρα άμι μποίκιν του (Σκέφτηκε, σκέφτηκε (ο βασιλιάς), πήγε στην άλλη του γυναίκα· εκείνη «Τι φοβάσαι" λέει «άντε τράβα και κάνε το») Τσαρικ. -Καραλ. Τουσ̑ουνdά αρέ «Πώ να ποίκου, πώ ποίκου ατό τη ’ναίκα» (Σκέφτεται τώρα «Τι κάνω, τι να κάνω αυτή τη γυναίκα;») Τσουχούρ. -VLACH Καμιά φορά έρουντι σου μελό μ', ντουσ̑ουντίζου δα εκείνα, λέου ρε γαμώ (Καμιά φορά έρχονται στο μυαλό μου, τα σκέφτομαι αυτά, λέω ρε γαμώ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δηλαδή, να κάτσου ΄γώ να ντουσουντίσου να ου ποίκου ζιάν εκείνου, γιαΐ να δου πήκου ζιάν; (Δηλαδή, να κάτσω εγώ να σκεφτώ να του κάνω ζημιά εκείνου, γιατί να του κάνω ζημιά;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Τ' ακ̇ι̂λ-λι̂́ 'σο να ντϋσ̑ϋντίσ', το τσανό σ̑ἀν' τα ιβουνιά στράτα (Ο λογικός μέχρι να σκεφτεί, ο τρελός κάνει τα βουνά δρόμο˙ οι σχολαστικοί αργούν να αποφασίσουν, ενώ οι τολμηροί αποφασίζουν γρήγορα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ανανοούμαι, λέγω, μπελεντίζω, χεσαπλαντίζω
2. Eίμαι συλλογισμένος, προβληματισμένος Μισθ., Ουλαγ., Σίλ. : Χίτς̑ να φάγου ψωμί ρεν έχου, να φορώσου ρούχα ρεν έχου. νάχαλα μη ντϋσ̑ϋντζ̑ήσου; (Δεν έχω καθόλου ψωμί να φάω, να φορέσω ρούχα δεν έχω, πώς να μην είμαι προβληματισμένος;) Σίλ. -Dawk. Ντυσ̑ϋνdΰνισ̑γκε κάγοτον (Ήταν διαρκώς συλλογισμένος) Ουλαγ. -Dawk. Όπ' ντϋσ̑ϋνdίνισγκε λάλ’σε: «τι ντϋσ̑ϋνdάς;" «τι να ντϋσ̑ϋνdΰσω; ισ̑ύ ένα σ̑έ' ντεμ bορείς να π'κείς" (Εκεί που συλλογιότανε, του είπε "τι συλλογιέσαι;" «Τι να συλλογιστώ; εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα») Ουλαγ. -Dawk. Έβγκην σα ρουσ̑ία, ηύρινι 'α μαγαράς· κάτσινι 'πέσου του, ντύσ̑ϋνdίσ̑κινι (Βγήκε στα βουνά, βρήκε μιά σπηλιά· έκατσε μέσα, συλλογιζόταν) Αφσάρ. -Dawk. 'γάλια ντουσ̑ουντίζεις μανά μ', όταν δεν έχεις, μη στεναχωριέσι, γάλια! (Μην προβληματίζεσαι μάνα μου, όταν δεν έχεις, μη στεναχωριέσαι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. H παθ. μτχ., συλλογισμένος, προβληματισμένος Σίλ.