φοντσάς
(ουσ. αρσ.)
φοντσάς
[fonˈtsas ]
Σινασσ.
Από το ουσ. φουτσί και το παραγωγ. επίθμ. -άς, πβ. νεότ. και ν.ε. διαλεκτ. ουσ. βουτσάς (ΙΛΝΕ, λ. %uβουτσᾶς%u). Το -οντσ- πιθ. με επίδρ. της λ. φούντι.
Πβ.
φουτσί
Βαρελάς
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025