τσάλντημα (II)
(ουσ. ουδ.)
τσαλντέματα
[tsalʹdemata]
Σινασσ.
Από το ρ. τσαλντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Διάφορα κρεμασμένα αντικείμενα του σπιτιού
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025