ντισιρντώ
(ρ.)
Αόρ.
ντϋσ̑ΰρτ'σα
[dyˈʃyrtsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. düşürmek = κάνω κάποιον να πέσει.
Ρίχνω κάτω, κόβω
:
Ήρτε το φί πάλι ομbρό τ'· κϋτΰκια ντεν ντο ντϋσ̑ΰρτ'σε
(Ήρθε το φίδι πάλι μπροστά του· ξύλα δεν έκοψε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
αποδιαβάζω
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025