ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουντουρτίζω (ρ.) ντουdουρτίζου [dudur'tizu] Μισθ. Προστ. ντουdούρτα [du'durta] Μισθ. Από το αμτβ. τουρκ. διαλεκτ. ρ. tuturmak, tutturmak = ανάβω, φλέγομαι (βλ. Tietze 2019: λ. tuttur- Ι), βλ. και μτβ. τουρκ. διαλεκτ. ρ. tuturmak = ανάβω κάτι (για τον τύπο βλ. Karakurt 2017: 259). Πβ. τουρκ. tutuşturmak = ανάβω, φλέγομαι.
Ανάβω : Ντουdούρτα ζόπα (Άναψε την σόμπα ) Μισθ. -Κοτσαν.