ντουρνά
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ντουρνάγια
[durˈnaʝa]
Μισθ.
τουρνάρια
[turʹnarʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. turna = γερανός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. durna (Eren 1999: λ. turna).
2. Αγριόπαπια
Συνών.
γεσίλι