ντουντούρτημα
(ουσ. ουδ.)
ντουντούρτημα
[duˈdurtima]
Μισθ.
Από το ρ. ντουρτουρτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα,
2. Έξαψη
3. Αναψοκοκκίνισμα από τον πυρετό
Συνών.
άφτημα