παρακλήσηριο
(ουσ. ουδ.)
παράκλησ̑ηρια
[paˈrakliʃirʝa]
Αραβαν.
Από το μεσν. επίθ. παρακλητήριος με ουσιαστικοπ. του ουδ. πληθ.
Η παράκληση, η ακολουθία μικρής διάρκειας, που περιέχει κυρίως δέηση προς την Παναγία ή τους αγίους
:
Άματ’ σο χωριό σας και μποίκετ’ αγρυπνίες και παράκλησ̑ηρια
(πηγατε στο χωριό σας και κάνετε αγρυπνίες και παρακλήσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
παράκληση