ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακάθομαι (ρ.) παρακάθουμι [paraˈkaθumi] Φάρασ. Νεότ. ρ. παρακάθομαι, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ρ. κάθομαι όπου και τύπ. κάθουμι. Δεν υφίσταται ιστορ. συνέχεια με το αρχ. ρ. παρακάθημαι = κάθομαι κοντά σε κάτι ή κάποιον. Πβ. ποντ. παρακάθουμαι.
Παρακάθομαι, κάθομαι περισσότερο από το κανονικό Φάρασ.