παρακάθομαι
(ρ.)
παρακάθουμι
[paraˈkaθumi]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. παρακάθομαι, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ρ. κάθομαι όπου και τύπ. κάθουμι. Δεν υφίσταται ιστορ. συνέχεια με το αρχ. ρ. παρακάθημαι = κάθομαι κοντά σε κάτι ή κάποιον. Πβ. ποντ. παρακάθουμαι.
Παρακάθομαι, κάθομαι περισσότερο από το κανονικό
Φάρασ.