παραπέφτω
(ρ.)
παραπέφτω
[paraˈpefto]
Σινασσ.
Από το νεότ. ρ. παραπέφτω, το οπ. από το αρχ. ρ. παραπίπτω.
Συνήθ. στο γ’ εν., περιέρχομαι σε άλλον
Σινασσ.