παραπαίδι
(ουσ. ουδ.)
παραπαίδι
[paraˈpeði]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. παραπαίδι (Λεξ. Σομ., λ. παραϋιός), το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. παιδί.