ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάρσιμο (ουσ. ουδ.) πάρσιμο [ˈparsimo] Γούρδ., Μισθ. Από το νεότ. ουσ. πάρσιμον, το οπ. από το θ. παρ- του ρ. παίρνω με παραγωγ. επίθμ. -σιμο(ν) .
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. παίρνω, η λήψη, το πάρσιμο ό.π.τ. : Απ’ εκεινά παράϊού ντου πάρσιμου ζόρ ‘νι (από εκείνον το να πάρεις χρήματα είναι δύσκολο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. παίρημα