πάρσιμο
(ουσ. ουδ.)
πάρσιμο
[ˈparsimo]
Γούρδ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. πάρσιμον, το οπ. από το θ. παρ- του ρ. παίρνω με παραγωγ. επίθμ. -σιμο(ν) .
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. παίρνω, η λήψη, το πάρσιμο
ό.π.τ.
:
Απ’ εκεινά παράϊού ντου πάρσιμου ζόρ ‘νι
(από εκείνον το να πάρεις χρήματα είναι δύσκολο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
παίρημα