ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πραμάτεια (ουσ.) πραμάτεια [praˈmatça] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. πραγμάτεια (με αποβολή του [γ] κατά την εξέλιξη πράγμα-πράμα) από το μεσν. πραγματεία (αρχ. σημ. "(επαγγελματική) ενασχόληση").
Εμπόρευμα : 'τουν ερόδαν ντιαβιαdζία, φέριξαν τάμα τ'νι ένα γαζά πραμάτειες για πούλημα (Όταν ερχόταν οι καμηλιέρηδες, έφερναν μαζί τους πολλά εμπορεύματα για πούλημα) Μισθ. -Κοτσαν.