πραμάτεια
(ουσ.)
πραμάτεια
[praˈmatça]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. πραγμάτεια (με αποβολή του [γ] κατά την εξέλιξη πράγμα-πράμα) από το μεσν. πραγματεία (αρχ. σημ. "(επαγγελματική) ενασχόληση").
Εμπόρευμα
:
'τουν ερόδαν ντιαβιαdζία, φέριξαν τάμα τ'νι ένα γαζά πραμάτειες για πούλημα
(Όταν ερχόταν οι καμηλιέρηδες, έφερναν μαζί τους πολλά εμπορεύματα για πούλημα)
Μισθ.
-Κοτσαν.