σουντούχ
(ουσ. ουδ.)
σουνdούκ
[sunˈduk]
Τροχ.
σ̑ουνdούχ
[ʃunˈdux]
Αραβαν., Γούρδ.
σουνdούν
[sunˈdun]
Σινασσ.
σ̑ουνdού
[ʃunˈdu]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
σ̑ουdού
[ʃuˈdu]
Μισθ., Τσαρικ., Τσελτ.
σΰνdϋ
[ˈsyndy]
Αξ.
σούντα
[ˈsunda]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sündük = οπή στην στέγη του στάβλου, όπου και τύπ. sindik = αεραγωγός του ταντουριού (THADS, λ. sindik II, sündük V). Ο τύπ. σ̑ουνdού από τουρκ. διαλεκτ. şundu σύμφωνα με τον Κωστάκη (1963: 62) και Κωστάκη (1977: 77).
1. Υπόγειος αεραγωγός για να αερίζεται το ταντούρι
ό.π.τ.
:
Άνοιξ’ ντου σ̑ουνdού να ’ήψουμ’ ντου τ͑ουνdούρ’
(Άνοιξε τον αεραγωγό να ανάψουμε το ταντούρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ασ' σο ντουβάρ' όξω ορτά κειότον το τ͑υρπί, λέισ̑καμ' το σ̑ουντού
(Έξω από τον τοίχο ήταν η τρύπα, τη λέχαμε σουντού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Αν δεν ποίκ' ντου σ̑ουdού, κυριός δε (..), δε γήφ'
(Αν δεν φτιάξεις τον αεραγωγό, αέρας δεν περνάει, δεν ανάβει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
προχάγκι
2. Συνεκδοχ., το ίδιο το ταντούρι
Μαλακ.