τολαστουρντίζω
(ρ.)
τολασ̑τουρντίζω
[tolaʃturˈdizo]
Φάρασ.
τολασ̑τούρ’σα
[tolaˈʃtursa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. dolaştırdı του τουρκ. ρ. dolaştırmak = α) κάνω κάποιον ή κάτι να κυκλοφορήσει β) τυλίγω γ) μπερδεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πβ.
ντελάζομαι
Μπερδεύω