ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τολαστουρντίζω (ρ.) τολασ̑τουρντίζω [tolaʃturˈdizo] Φάρασ. τολασ̑τούρ’σα [tolaˈʃtursa] Φάρασ. Από τον αόρ. dolaştırdı του τουρκ. ρ. dolaştırmak = α) κάνω κάποιον ή κάτι να κυκλοφορήσει β) τυλίγω γ) μπερδεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. ντελάζομαι
Μπερδεύω