μελκουντουρούδα
(ουσ. ουδ.)
μελκουντουρούδα
[melkuduˈruða]
Σινασσ.
Από τα ουσ. μέλι (με την σημ. 2) και κουλλάντηρα. Εναλλακτικά, από το ουσ. κουλλάντηρα με επίδρ. του ουσ. μελενγκίτς (με την σημ. 3).
Κόμμι δένδρων
Συνών.
κουλλάντηρα, μελενγκίτς, Πβ.
μέλι, Συνών.
μελοκλάνταρο