ντοσελίκ
(ουσ. ουδ.)
ντöσελίκ
[døselik]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. döseklik = στρωσίδια (Redhouse).
Χτιστό ντουλάπι όπου φυλάσσονταν τα στρωσίδια
Συνών.
γιουκλούκ