απεκειάρτα
(επίρρ.)
'πειάρτα
[ˈpʝarta]
Αξ.
Από τα επίρρ. απεκειά και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Από εκεί, από εκείνη την πλευρά
:
Το αραbά το έσερναν δύο βάλια ’ντάμα: το ένα ’πειάρτα, το ένα ’πιόρτα
(Τον αραμπά τον έσερναν δύο βουβάλια μαζί: το ένα αποκεί, το άλλο αποδώ)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
απεκειά :1, απεκείορτα, αποπεκεί