ουιμάς
(ουσ. αρσ.)
ουιμάς
[uiˈmas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. oymak = α) σκάλισμα β) διαλεκτ., μικρό άνοιγμα στον τοίχο ή στην καμινάδα.
Τεχνητό κοίλωμα
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025