χαμσιά
(ουσ. θηλ.)
χαμσιά
[xamˈsça]
Σινασσ.
Από το μεσν. χάπτω (θ. αορ. χαψ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025