ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεσβέ (ουσ. ουδ.) τσεσβέ [tseˈzve] Μισθ., Σινασσ. τζεσβέ [dzezˈve] Μισθ. τσ̑ασβά [tʃazˈva] Μισθ. Πληθ. τσεσβέδια [tseˈzveðʝa] Σινασσ. τσ̑εσβάς [tʃeˈzvas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. cezve (< αραβ. cawza(t)) = μπρίκι του καφέ.
Μπρίκι ό.π.τ. : Χέκι σου τσ̑ασβά λίου λερό να ζέσ' (Βάλε στο μπρίκι λίγο νερό να βράσει)
Συνών. ιμπρίκι