τσεσβέ
(ουσ. ουδ.)
τσεσβέ
[tseˈzve]
Μισθ., Σινασσ.
τζεσβέ
[dzezˈve]
Μισθ.
τσ̑ασβά
[tʃazˈva]
Μισθ.
Πληθ.
τσεσβέδια
[tseˈzveðʝa]
Σινασσ.
τσ̑εσβάς
[tʃeˈzvas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cezve (< αραβ. cawza(t)) = μπρίκι του καφέ.
Μπρίκι
ό.π.τ.
:
Χέκι σου τσ̑ασβά λίου λερό να ζέσ'
(Βάλε στο μπρίκι λίγο νερό να βράσει)
Συνών.
ιμπρίκι