ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσοκτιέω (ρ.) τ͑σ̑οκτι-έω [tʰʃoktiˈeo] Αφσάρ., Φάρασ. τσ̑οκτιέου [tʃoktiˈeu] Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. τσ̑οκτιέσκα [tʃoktiˈeska] Φάρασ. Αόρ. τσ̑οκτιέσα [tʃoktiˈesa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. çökmek = α) βουλιάζω, κατακάθομαι β) κάθομαι.
1. Βυθίζομαι ό.π.τ. : || Παροιμ. Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσ̑εψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι τσ̑οκτίεσες σον τζ̑οράχο (Κατε΄βηκες από το άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδούρι, κατέβηκες από τα γαϊδούρι, βούλιαξες στη λάσπη˙ Όταν αρχίζει η παρακμή, δεν γνωρίζει κάποιος πόσο χαμηλά θα πέσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μπατίζω :1, νταλντίζω :1
2. Καταρρέω ό.π.τ.