τσοκτιέω
(ρ.)
τ͑σ̑οκτι-έω
[tʰʃoktiˈeo]
Αφσάρ., Φάρασ.
τσ̑οκτιέου
[tʃoktiˈeu]
Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
τσ̑οκτιέσκα
[tʃoktiˈeska]
Φάρασ.
Αόρ.
τσ̑οκτιέσα
[tʃoktiˈesa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çökmek = α) βουλιάζω, κατακάθομαι β) κάθομαι.
1. Βυθίζομαι
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Κατέβης 'ς τ' άβγο, γαλίτσ̑εψες σο γαϊρίδι, κατέβης 'ς το γαϊρίδι τσ̑οκτίεσες σον τζ̑οράχο
(Κατε΄βηκες από το άλογο, καβαλίκεψες στο γαϊδούρι, κατέβηκες από τα γαϊδούρι, βούλιαξες στη λάσπη˙ Όταν αρχίζει η παρακμή, δεν γνωρίζει κάποιος πόσο χαμηλά θα πέσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μπατίζω :1, νταλντίζω :1
2. Καταρρέω
ό.π.τ.