παινεύομαι
(ρ.)
παινιβιέμι
[peniˈvʝemi]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. ἐπαινεύομαι, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἔπαινος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Καυχιέμαι
:
Με παινιβιέσι γι' ατό
(Μην καυχιέσαι γι' αυτό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
καυχιέμαι, ογιουντίζω