σινέκ
(ουσ. ουδ.)
sinek
[siˈnek]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. sinek = α) μύγα β) κουνούπι.
Κουνούπι
Συνών.
κανάρι :1, μπιγελέκος, τσιμούρι :2
Συνών.
κενές