ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακαμάτευτος (επίθ.) ακαμάτευτος [akaˈmateftos] Αξ. Από το μεσν. επίθ. ἀκαμάτευτος = (για αγρό) που δεν έχει καλλιεργηθεί. Πβ. και νεότ. ρ. ἀκαματεύω = είμαι οκνηρός.
1. Αδούλευτος, ακατέργαστος : Κόμμα ακαμάτευτο (Ακαλλιέργητο χωράφι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Άξεστος : Ετά κανείς κείται ακαμάτευτο (Αυτός ο άνθρωπος είναι άξεστος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαλάς, καμπάκης, κορενέκι, ξόγανο, χτήνος