ακαμάτευτος
(επίθ.)
ακαμάτευτος
[akaˈmateftos]
Αξ.
Από το μεσν. επίθ. ἀκαμάτευτος = (για αγρό) που δεν έχει καλλιεργηθεί. Πβ. και νεότ. ρ. ἀκαματεύω = είμαι οκνηρός.
1. Αδούλευτος, ακατέργαστος
:
Κόμμα ακαμάτευτο
(Ακαλλιέργητο χωράφι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Άξεστος
:
Ετά κανείς κείται ακαμάτευτο
(Αυτός ο άνθρωπος είναι άξεστος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γαλάς, καμπάκης, κορενέκι, ξόγανο, χτήνος